- δίκροος
- δικρόα, δίκροο (Α δίκροος και δικρόος, -α, -ον και δίκρους, -ουν και δίκρος, -α, -ον)(για τη χηλή ζώων, τη γλώσσα φιδιών, τη μήτρα κ.λπ.) δισχιδής, διχαλωτόςνεοελλ.1. φρ. «δίκροοι νομείς» — οι ακραίοι νομείς, καμπύλες δοκοί, προς την πλώρη και την πρύμνη, οι οποίοι στερεώνονται στην τρόπιδα τού σκάφους2. το θηλ. ως ουσ. η δικρόαη βάση τών ακραίων νομέων που βρίσκονται στην πρύμνη ή την πλώρη τού σκάφουςαρχ.το ουδ. ως ουσ. το δίκρουντο δικράνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας που προέρχεται πιθ. από τ. δι-κροF-ος με α' συνθετικό το δι- (βλ. λ. δις). Η ρίζα στο β' συνθετικό τής λέξεως συνδέεται μεταπτωτικώς με εκείνην τών λέξεων κέρας, κερα (F)ός «κερασφόρος», λατ. cervus, αβ. srū «κέρατο» κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.